Δηλώσεις του Πρέπει: Θεωρώ πως πρόκειται για την πιο κοινή γνωστική διαστρέβλωση καθώς κάθε άνθρωπος διαμορφώνει από την παιδική του ακόμα ηλικία τα “πρέπει” στα οποία πιστεύει ότι οφείλει να υπακούει. Η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας απαιτεί την ύπαρξη κανόνων τους οποίους εσωτερικεύουμε και στους οποίους υπακούουμε, συχνά αναντίρρητα. Από την άλλη μεριά υπάρχουν και τα “πρέπει” που εμείς έχουμε, ασυνείδητα ή συνειδητά, επιβάλλει στον εαυτό μας προκειμένου, είτε να ταιριάζουμε σε ένα κοινωνικά αποδεκτό πρότυπο σκέψης, εμφάνισης και συμπεριφοράς, είτε να ικανοποιούμε τις προσδοκίες των σημαντικών άλλων στη ζωή μας. Τα “πρέπει” μας μπορεί επίσης να αφορούν και το πώς οι άλλοι οφείλουν να συμπεριφέρονται απέναντι μας, σύμφωνα πάντα με τα δικά μας κριτήρια.
Τα “πρέπει” μας αρχίζουν να γίνονται δυσλειτουργικά όταν χαρακτηρίζονται από τέτοια δυσκαμψία και ανελαστικότητα, με αποτέλεσμα να επιμένουμε να απαιτούμε την ικανοποίηση τους, ακόμα και όταν οι συνθήκες ζωής μας συνηγορούν προς το αντίθετο.
Πχ. Μια γυναίκα παραπονιέται για την έλλειψη τρυφερότητας του συντρόφου της και επιμένει: «Θα έπρεπε νοιάζεται περισσότερο για τα συναισθήματα μου και τις ανάγκες μου».
Σαφώς δεν είναι παράλογο να έχει κάποιος ανάγκη για περισσότερη συναισθηματική κάλυψη αλλά το να επιμένουμε να το ζητάμε, παρόλο που δεν διαφαίνεται πρόθεση του άλλου να το κάνει, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ματαίωσης. Θα ήταν πιο λειτουργικό σε αυτή την περίπτωση να σκεφτούμε ότι «Θα ήθελα να νοιάζεται περισσότερο για τα συναισθήματα και τις ανάγκες μου» καθώς δεν υπάρχει ένας καθολικός κανόνας για το πόσο πρέπει να νοιάζεται ο καθένας στις σχέσεις του. Βέβαια αυτή η μετακίνηση ενέχει και την μετακίνηση της ευθύνης προς τον εαυτό μας. Αντί να επιμένουμε δηλαδή να αλλάξει ο άλλος επειδή «πρέπει», θα πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να αλλάξουμε εμείς προκειμένου να μπορούμε να συνυπάρξουμε αρμονικά με τον άλλον ή να αποδεσμευτούμε από σχέσεις που δεν μας καλύπτουν.
Διάβασμα της σκέψης: Πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τι σκέφτονται οι άλλοι, αποτυγχάνοντας συχνά να δούμε άλλες, περισσότερο πιθανές εναλλακτικές υποθέσεις. Το διάβασμα της σκέψης γίνεται αυτόματα και βασίζεται συνήθως σε δικές μας προκαταλήψεις και στερεότυπα για τον άλλον. Επίσης το να γνωρίζουμε καλά τον άλλον είναι συχνά μια αφορμή για να συνάγουμε την σκέψη του. Τέλος η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας συμβάλει σημαντικά στο τι πιστεύουμε πως πιστεύουν οι άλλοι για μας. Η δυσλειτουργικότητα έγκειται στο γεγονός ότι είμαστε τόσο σίγουροι ότι η εκτίμηση του άλλου για μας είναι αρνητική, με αποτέλεσμα να μην μπαίνουμε στην διαδικασία να την επαληθεύσουμε.
Πχ μια κοπέλα δεν ήθελε να περάσει από τα γραφεία του προηγούμενου εργοδότη της, παρόλο που έληξε πολύ ομαλά η συνεργασία τους γιατί σκεφτόταν «Αν δουν ότι είμαι ακόμα άνεργη θα σκεφτούν ότι είμαι μια αποτυχία και θα με λυπούνται». Ήταν τόσο ισχυρή αυτή της η πεποίθηση που προτιμούσε να αφήσει μια ευκαιρία πιθανής συνεργασίας ανεκμετάλλευτη παρά να μπει στην διαδικασία να την διαψεύσει.
Προσωποποίηση: Το να αποδίδεις τα αρνητικά ή δυσάρεστα πράγματα μονίμως στον εαυτό σου, κυρίως την αρνητική συμπεριφορά των άλλων, χωρίς να σκέφτεσαι περισσότερο εύλογες εξηγήσεις. Με τη γνωστική αυτή διαστρέβλωση αναλαμβάνεις την ευθύνη για την άσχημη συμπεριφορά των άλλων, αδυνατώντας να δεις ότι κάθε άνθρωπος έχει ο ίδιος την ευθύνη της συμπεριφοράς του. Ως αποτέλεσμα αναλώνεσαι σε μια συνεχή αναζήτηση του πως μπορείς να αλλάξεις τους άλλους, αλλάζοντας εσύ ο ίδιος. Η ματαιότητα αυτής της αναζήτησης έγκειται στο γεγονός ότι δεν ευθύνεσαι εσύ για την συμπεριφορά τους και επομένως δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτήν, πέρα από το να σταματήσεις την να κατηγορείς τον εαυτό σου για αυτό. Η προσωποποίηση οδηγεί σε συναισθήματα ντροπής, ενοχής και ανεπάρκειας
π.χ. Μια γυναίκα που υφίσταται βία από τον σύντροφο της τον δικαιολογούσε σκεφτόμενη «Δεν θα μου φέρονταν έτσι αν ήμουν καλύτερη σύζυγος και νοικοκυρά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου